- θεοφίλητος
- θεοφίλ-ητος, η, ον,A loved by the gods, Phint. ap. Stob.4.23.61a (hyperdor. -ᾱτος).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεοφίλητος — θεοφίλητος, ον (Α) αυτός τον οποίο αγαπά ο θεός ή οι θεοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο + φίλητος (< φιλώ), πρβλ. α φίλητος, πολυ φίλητος] … Dictionary of Greek
θεοφιλήτους — θεοφίλητος loved by the gods masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Love of God — Part of a series on God General conceptions … Wikipedia
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek